- αμετασκεύαστος
- -η, -ο [μετασκευάζω]αυτός που δεν μετασκευάστηκε ή δεν είναι δυνατό να μετασκευαστεί, να μεταρρυθμιστεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμετασκεύαστος — η, ο αυτός που δεν έχει μετασκευαστεί: Το σπίτι για να αξιοποιηθεί πρέπει να μετασκευαστεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)